Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Ο τυφλός Αναστάσιος (†2004)

Μετά τα 70 χρόνια είσαι λαθραίος σ' αυτή τη γη... Για τις αρρώστιες του έλεγε: αν δεν έλθει ο άνθρωπος σ' αυτό το σημείο, σ' αυτήν την παρακμή, με την αρ­ρώστια, δεν μπορεί να μπει στο νόημα.

Μετά τις απανωτές εισαγωγές σε νοσοκομεία, λί­γο καιρό πριν πεθάνει, έλεγε, η αρρώστια καλό πράγ­μα είναι. Σε βοηθά να μην αγανακτάς, να είμαστε υπερευχαριστημένοι που βρεθήκαμε σ' αυτό το έργο, να δοξάζουμε τον Θεό, δόξα σοι ο Θεός! δισεκατομμύ­ρια φορές δόξα σοι, κι έκλαιγε... λέγοντας. Άγιος ο Θεός! Ο αναμάρτητος Χριστός, τί θέλει από μας; Χρι­στιανά τα τέλη. Ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτω­λούς. Να παρακαλάμε τον φύλακα άγγελο, που θα έλ­θει εκείνη την ώρα, να μας προφυλάξει από τα πονη­ρά πνεύματα μην μας πάρουν... Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Ελεήμων, ελέησόν με ο Θεός! Η Παναγία, που είναι σα μία μάνα να μας δε­χτεί στην αυλή των προβάτων... Κι ενώ πονούσε τόσο πολύ ο ίδιος, σαν να του πριόνιζαν το γαγγραινιασμένο πόδι, είχε και την δύσπνοια, από την καρδιακή ανεπάρκεια, παρακαλούσε για άλλους. Τις τελευταίες η­μέρες της ζωής του, έλεγε. Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Δε θέλω τίποτα άλλο, δώσε μου την δύναμη και το κουράγιο τ' όνομα σου να 'χω στην καρδιά μου....

Πέθανε στο νοσοκομείο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ό­που είχε γίνει και νέα εισαγωγή ξημερώματα Δευτέ­ρας 30 Αυγούστου 2004, χωρίς να χάσει καθόλου τις αισθήσεις του. Ζήτησε απ' τη γυναίκα του, να της α­σπαστεί τα χέρια, που τον φρόντισαν τόσο καιρό, κι άφησε με ειρήνη το πνεύμα του.

Μία εβδομάδα πριν να πεθάνει πονούσε πολύ απ' τις πληγές στο πόδι με την γάγγραινα, είχε και δύ­σπνοια από την καρδιά και δεν σταματούσε να κάνει προσευχές. Μέχρι τα τελευταία του διατηρούσε την λογική του και δεν είπε τίποτε παράξενο. Πριν να πε­θάνει ζήτησε να χαιρετήσει την γυναίκα του σαν να έ­φευγε σε ταξίδι. Μετά από λίγο εκείνη τον είδε να έ­χει σταυρώσει τα χέρια και να λέει. «Παναγιά μου, λύτρωσέ με» και είδε ότι έλαμπε το πρόσωπό του. Ά­νοιξε μια φορά απαλά το στόμα του και είδε η γυναί­κα του, τότε, να βγαίνει ένα άσπρο πράγμα σαν ατμός, σαν ένα βρεγμένο πουλάκι, που ανέβαινε ψηλά κι όσο ανέβαινε τόσο άνοιγε τα φτερά του ώσπου χάθηκε. Ήταν ξημερώματα Δευτέρας 30 Αυγούστου του 2004. Ε­κείνη την ημέρα ήταν για να μπει πάλι στο χειρουρ­γείο για να του κόψουν και το άλλο πόδι, διότι η γάγ­γραινά του απλωνόταν.

Ένα πρόσωπο που γνώρισε καλά και από κοντά τον μακαριστό Αναστάσιο, τον άνθρωπο της υπομο­νής, της προσευχής, της ανεξικακίας και της αναστά­σεως, είπε: «Εμένα ό,τι και να με κάνουν, δεν θα στα­ματώ να λέω ότι μετά από αυτά που είδα, υπάρχει ΑΛ­ΛΗ ΖΩΗ και η ζωή αρχίζει μετά από τον τάφο». Τό­σο πολύ επέδρασε η ενάρετη ζωή του δούλου του Θεού Αναστασίου στην ζωή του. Ότι δεν κατορθώνουν πολλά κηρύγματα επέτυχε το άγιο παράδειγμα του φωτισμένου και στολισμένου με την χάρη του Θεού Αναστασίου.

Ας είχε ο κόσμος μας, που παραπαίει στο σκοτάδι της αμαρτίας, και άλλους απλούς, ταπεινούς, καθα­ρούς, φωτισμένους Αναστάσιους, «αγραμμάτους και τυφλούς και μωρούς κατά κόσμον» δια να φωτιστούμε εμείς οι δήθεν πολύξεροι, ανοιχτομάτηδες, νοσούντες όμως την νόσον της απιστίας και φρονούντες τα του κόσμου αμαρτωλά και μάταια.

Είθε, αγαπητοί αναγνώστε, το φωτεινό παράδειγ­μα του πιστού δούλου του Θεού, του ανθρώπου της προσευχής, της συγχωρητικότητος και της καλοσύ­νης, Αναστασίου, να μας ενισχύσει, ώστε και εμείς να ζήσουμε εδώ στη γη, με σωφροσύνη, δικαιοσύνη και γνήσια ευσέβεια προς δόξα Θεού, παραδειγματι­σμό των συνανθρώπων μας και σωτηρία μας.