Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

MHNYMATA ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Μηνύματα από την άλλη ζωή.

ΕΥΧΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΟΣΤΟΜΟΥ

Πιστεύω Κύριε, και ομολογώ , ότι Συ εί αληθώς ο Χριστός , ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμο αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. Έτι πιστεύω, ότι τούτο αυτό εστί το τίμιον Αίμα Σου. Δέομαι, ουν Σου ελεησόν με, και συγχώρησόν μοι τα παραπτώματά μου, τα εκούσια και τα ακούσια, τα εν λόγω, τα εν έργω ,τα εν γνώσει και αγνοία και αξίοσον με ακατακρίτως μετασχείν των αχράντων Σου Μυστηρίων, εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον.Αμην.
Του Δείπνου Σου του Μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε ου μη γαρ τοις εχθροίς Σου το Μυστήριον είπω ου φίλημα Σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ Σοι μνησθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.

ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΨΩΧΩΝ.

Είναι γραμμένο σε μια Βίβλο, ότι απέθανε ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε τέκνα και σύζυγο και την επομένη- κατά παραχώρηση- αναστήθηκε και επήγε αμέσως εις την Εκκλησία και ευχαρίστησε το Θεό, όπως έπρεπε. Έπειτα, ετοίμασε το σπίτι του και διαμοίρασε στους πτωχούς τα πλούτη του. Της οικογενείας τους έδωκε ολίγο μέρος, όσο τους έφτανε να πορευθούν πτωχικά.
Κατόπιν ανεχώρησε σε τόπο έρημο, όπου έκτισε μία καλύβα πλησίον σε ένα ποτάμι και ασκήτευε με μεγάλη σκληραγωγία και τον καιρό του χειμώνα εισήρχετο με τα ράσα του εις το ποτάμι και περίμενε μέχρι να παγώσουν από την ψύχρα. Και όταν γινόταν όλος σαν ένα κομμάτι κρύσταλλο παγωμένο, έβγαινε μισοπεθαμένος από το ποτάμι, και έχοντας προετοιμασμένο ένα δοχείο νερό βραστό, έμπαινε μέσα και έστεκε έως να λιώσει ο πάγος. Μετά έμπαινε πάλι στο ποτάμι, όπως πριν και απ΄ εκεί εις το δοχείο και αυτό έκαμε όλο το χειμώνα.
Οι άλλοι ερημίτες, που ήταν πλησίον αυτού, τον ενουθετούσαν να παύσει αυτήν την σκληρότητα, για να μη θανατωθεί με αυτό τον τρόπο της ασυνήθους εκείνης ασκήσεως. Τότε αυτός αποκρινόταν λέγοντας « Εάν ηθέλατε ιδεί, αδελφοί και πατέρες μου, όσα είδα εγώ εις την κόλασιν την ημέρα όπου απέθανον, μεγαλύτερον αγώνα θα εκάμνετε». Παρακινούμενος δε απ’ αυτούς να τους είπει περισσότερα για τον Κύριο, τους απάντησε. « Όταν εξήλθεν η ψυχή εκ του αθλίου μου σώματος με συνώδευσεν ένας νέος λαμπρότατος και απήλθομεν εις μέγα λαγκάδιον όπου ήσαν δύο λίμναι, η μία γεμάτη φωτιά και με πυρ σπινθηροβολούσα, και η άλλη πάγος και χίονι ψυχρότατον. Και αι δύο λίμναι ήσαν γεμάται ψυχάς ανθρώπων και τας ετιμωρούσαν οι δαίμονες. Έβγαζαν τας ψυχάς από την μίαν λίμνη, τας έρριπταν εις την άλλην , και πάλιν εις την πρώτην, και έπειτα εις την άλλην , και πάλιν εις την πρώτην,και έπειτα με επήγεν εις τόπον ζοφώδη και σκοτεινόν, από τον οποίον έβγαιναν φωναί, οδυρμοί και ολολυγμοί αναρίθμητοι. Να ιδώ όμως καποιον δεν μπορούσα. Μο΄νο έβλεπα και έβγαιναν επάνω από τον πυθμένα του Άδου μερικοί άνθρωποι- όλον πυρ – ώσαν σπινθήρες, και ανεδίδετο δυσοσμία πολλή.
Βλέποντας δε αυτά έτρεξε προς εμέ πλήθος δαιμόνων, με καμάκια πυρακτωμένα να με αρπάσουν. Τότε εφάνη μία λάμψη ως αστρον και δεν τους αφήκε , αλλά είπεν εις αυτούς. « Ο Δεσπότης επρόσταξε, να στρέψη εις το κορμί αυτή η ψυχή, να κάμη μετάνοιαν, και ούτω εγένετο».
Δι΄ αυτό, αγαπητοί, προκρίνω να κολάζωμαι καλύτερα εδώ καιρόν ολίγον, παρά εις τον Άδη αιώνια». Έτσι κάνοντας ο ασκητής έως τον καιρό του θανάτου του απήλθε εις την αιώνιο ζωή.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΙΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΟΥΣ

Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, εβγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσ’ από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κυττάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τ’ άστρα. Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μια μακρυνή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: « Υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών, καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού» . Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μια φορά, πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγριοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου»
Θα στεκόμουν εκεί πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα, μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχούνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δεν με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουν ξύπνιος ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μα αλλόκοτη όψη. Ήταν κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήταν σαν ανοιχτά και μ΄ έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με το άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα με έκανε ν΄ ανατριχιάσω. Το κύτταζα, και με κύτταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ΄ αλήθεια, μ΄ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε εκείνος άνοιξε το στόμα κι αναστέναξε. Μα η φωνή υου σαν να ερχότανε από πολύ μακρυά, σα ναβγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκόταν σε μια μεγάλη αγωνία, κι υπόφερνα κι εγώ μαζί του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μούκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογγά με τέτοιο τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου έλεγε: «Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε το Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δεν μπορώ. Άχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, να έχει τέτοιο μυαλό, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουν οι γριές! Μια άλλη μέρα, σου είχα πει, όπως και πολλές άλλες φορές: « Βρε, Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα». Τότε μου είπες: « Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γηρατειά σου;» Σου λέγω εγώ: « Θα δεις πόσο χρονών θα πάγω! Τώρα είμαι 75. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ΄ έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ, κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν κι εσένα που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες, «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών». Τι θα βγάλεις από τα «Χριστιανά τα τέλη;» Παρά να έχεις στην τσέπη σου, και να μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέψω εγώ; Αμ, βάζουνε εσάς και ταΐζεται τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισος; Εγώ είμαι γιος παπά, και γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουν οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από εμένα, θα πάρεις στον λαιμός σου την οικογένεια σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω 110 χρόνια!…»
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από εδώ κι από εκεί, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμμία σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ουχ! Ου! Ου! Ου! Χου! Ουχ!»
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: « Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! Μα κανένας δεν με άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβάω. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες εβγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, που βρισκόμουν τότε στον κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ΄ ακούνε, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χορτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!»
Απάνω σ΄ αυτά χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που κι εκείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ισαμε βυζανιάρικο παιδάκι, μ΄ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλί, που το κουνούσε από δω κι από κει.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: « Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα ΄ρθούνε νε με πάρουν εκείνοι που με στείλανε!». Του λέγω: « Ποιοι σε στείλανε;» Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από εκείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούν παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και πολλοί άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινόταν χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νιώσει τον εαυτό του νικημένο».
«Τούτο βρίσκονται σε χειρότεροι κατάσταση από εμένα, και δεν μπορούνε να βγούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος».
«Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ότι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη».
«Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σας ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλλοίμονο σ ΄όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε πριπαίγμτα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματα μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
«Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαϊτιές που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε οι δυστυχείς, στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ότι κάνουνε. Θέλω να φανερωθώ σ’ αυτούς και να τους πω να αλλάξουν δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό Λάζαρο. Μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. ¨Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι¨.
Μ΄ αυτά τα λόγια, τον έχασα από μπροστά μου.

(ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Φώτιος, ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ (ΣΤ) σελ 113-116)






ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΒΕΒΑΙΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ.

Ήταν δύο αδελφοί κατά σάρκα και έτυχαν στη διδασκαλία ενός πνευματικού, ο οποίος ομίλησε για τις τιμωρίες του Άδου. Ο ένας αδελφός, μόλις τις άκουσε φοβήθηκε και δια να σωθεί έγινε μοναχός. Ο δε άλλος, μη πιστεύοντας στα λόγια αυτά έμεινε στον κόσμο, ζώντας με διάφορες αμαρτίες. Σε λίγα χρόνια, όταν ήλθε εις το τέλος της ζωής του, τον παρακάλεσε ο Μοναχός να του εμφανιστεί μετά θάνατόν, να του ειπεί πως ευρίσκετο.
Μια νύκτα, λοιπόν, εφάνη στον αδελφό του ο αποθαμμένος και του λέγει, ότι ήταν σε οδύνην αμέτρητον.
Ο δε Μοναχός τον ερώτησε, λέγοντας:
« Είπε μοι την αλήθειαν χωρίς ψεύδος. Εις τον Άδην είναι τοσούτον φοβεραί αι κολάσεις, καθώς τα βιβλία μας λέγουσιν ή μόνον δια να μας εκφοβίζουν τα έγραψαν οι διδάσκαλοι;»
Λέγει του ο αποθαμμένος :
« Μυριάκις εισί περισσότεραι από όσας έγραψαν, και όλαι αι γλώσσαι δεν φθάνουν να διηγηθούν αυτάς τας οδύνας».
Και ο Μοναχός :
« Τάχα ημπορώ να τας δοκιμάσω παραμικρόν αισθητώς, να βεβαιωθώ την αλήθεια;»
Λέγει του :
« Ναι, και με ποίαν αίσθησιν θέλεις να τας καταλάβης;»
Ο δε είπε:
« Εγώ είμαι πολύ μικρόψυχος, και δειλιώ, μήπως και αποθάνω. Μόνο κάμε με να μυρισθώ με την όσφρησιν, όσον ημπορείς ολιγώτερον».
Τότε, του εφάνηκε πως ετίναξε ο φανείς το ιμάτιον και εξήλθε τόση πολλή δυσωδία, όπου δεν μπορούσαν οι Μοναχοί του Μοναστηριού εκείνου να υποφέρουν. Αλλά εγύριζαν εδώ και εκεί ως φρενόληπτοι, ούτε ησύχασαν έως ότου έφυγαν σε άλλο τόπο μακρυά απ΄ εκεί, όπου έκτισαν Μοναστήρι.


ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΜΠΗΚΕ ΕΓΓΥΗΤΗΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ ΚΑΠΟΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.


Φερνοντάς με, λοιπόν ,σ΄ εκείνο τον τόπο οι δαίμονες, με ακολούθησαν και οι Άγγελοι.
Τότε εγώ εγύρισα προς τους Αγγέλους και είπα:
« Ελεήσατέ με».
Και εκείνοι είπαν:
« Δεν είσαι άξιος ελέους για την αμαρτία αυτή. Όμως, για μερικά έργα καλά που έχεις καμωμένα, ίσως να εύρεις έλεος».
Και εγώ πάλιν είπα :
«Ελεήσατέ με, να μετανοήσω».
Τότε λέγει ο ένας του άλλου:
« Γίνεσαι εγγυητής της ψυχής αυτής να μετανοήσει;».
Και είπεν ο Άγγελος :
« Γίνομαι»
Τότε με άρπαξαν με βία από τους δαίμονες και με έφεραν εις τον τάφο όπου ήταν το σώμα μου και είδα το κορμί μου ως πηλό βορβορώδη και βρωμερό και δεν ήθελα να εισέλθω.
Οι δε Άγγελοι εκείνοι μου είπαν:
« Αδύνατο είναι να μετανοήσεις με άλλο τρόπο, ειμή μόνο με το κορμί που έπραξες την αμαρτία, πάλι με αυτό μα μετανοήσεις».
Τότε λοιπόν, δεν γνωρίζω πως βρέθηκε η ψυχή μου στο σώμα και ζωντάνεψα και άρχισα να φωνάζω. Αυτά διηγήθηκε ο άνθρωπος εκείνος και μετά ταύτα έζησε ημέρες σαράντα χωρίς φαγητό, κλαίων και οδυρόμενος για την αμαρτία της μοιχείας. Μετά τις σαράντα ημέρες πάλι απέθανε και σώθηκε. Και αυτή τη βοήθεια την απόλαυσε, γιατί προηγουμένως είχε κάμει πολλές αγαθοεργίες.


ΓΑΙΤΙ ΕΠΕΤΡΕΨΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΘΕΙ Η ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΠΡΟΣ
ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟ

Κάποια γυναίκα έπραξε μια αμαρτία θανάσιμη και δεν τόλμησε ποτέ να την εξομολογηθεί από ντροπή, αλλά και την ασχήμια της πράξεως. Όμως έκανε πολλές αρετές, έδινε ελεημοσύνες, νήστευε, αγρυπνούσε, προσευχόταν και κοινωνούσε των Άχραντών Μυστηρίων, νομίζοντας, ότι ο Θεός θα την ελεήσει και θα της συγχωρήσει την απόκρυφη ανομία, λόγω των πολλών αγαθοεργών της.
Τέλος, ασθένησε βαρύτατα και εξομολογήθηκε τα λοιπά αμαρτήματά της, αλλά την αμαρτία εκείνη δεν τόλμησε η δυστυχής και έτσι ανέμενε τον θάνατο, να την ομολογήσει.
Μόνο έκλαιγε η ταλαίπωρη και παρακαλούσε τον Κύριο να την συγχωρήσει. Αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κοιμήθηκε προς
Κύριο.
Μετά από πολλές ημέρες, καθώς προσευχόταν μια κόρης της στην κάμαρα της, οσφράνθηκε τέτοια δυσωδία, με αποτέλεσμα μα μην μπορεί να παραμείνει εκεί. Ερευνώντας να βρει από ποιο μέρος ερχότανε τόση δυσοσμία, είδε πάνω από το κρεβάτι της μια σκιά τόσο άσχημη και φοβερότατηηη, οπότε μη μπορώντας να σταθεί όρθια, γονάτισε και ζητούσε βοήθεια από τον Θεάνθρωπο και την Μητέρα Του.
Παρευθύς ήρθε από τη σκιά φωνή που έλεγε:
«Μην φοβάσαι κόρη μου, εγώ είμαι η δύστυχη μητέρα σου».
Από το λόγο αυτό πήρε θάρρος η νεαρή και αφού σηκώθηκε είπε προς αυτήν:
« Πώς είναι δυνατόν, ω μητέρα μου, να είσαι τόσο δυσώδη και άσχημη, εσύ που ήσουν τόσο πολύ ενάρετος;»
Η δε αποκρίθηκε :
« Θυμάσαι, ότι σου είπα μια φορά, πως έπραξα ένα θανάσιμο ανόμημα και ποτέ δεν το είπα σε κανένα Πνευματικό από ντροπή; Για την αμαρτία αυτή κατακρίθηκα να βασανίζομαι ατελείωτα στην αιώνια κόλαση και δεν με ωφέλησαν τα υπόλοιπα καλά έργα, τα οποία έκανα».
Λέγει τότε η κόρη:
« Μήπως εγώ μπορώ να σε βοηθήσω, πληρώνοντας ιερείς να τελέσουν Θείες Λειτουργίες, δεήσεις, να κάνω ελεημοσύνες, να δώσω στους φτωχούς και σε Μοναστήρια;»
Η μητέρα της απάντησε:
« Κάνε οτιδήποτε μπορείς. Ο Κύριος γνωρίζει! Δεν υπάρχει στον Άδη μετάνοια, όταν είχα τον καιρό δεν διορθωνόμουν με λίγο κόπο η αμαρτωλή. Τώρα, νομίζω ότι και να κάνεις δε ν θα ωφεληθώ. Διότι, αμέσως μόλις βγήκε η ψυχή από το σώμα, με άρπαξαν οι πονηροί δαίμονες και με παρουσίασαν στο Κριτήριο του Χριστού, ο Οποίος με κοίταξε με φοβερό βλέμμα και αποστρέφοντας το πρόσωπο Του από εμένα, είπε με φωνή βροντώδη και φοβερότατη:
« Πορεύου απ εμού κατηραμένη εις την ατελεύτητον γέενναν»
Και αμέσως βρέθηκα στο βάθος της κολάσεως.
«Λοιπόν, δεν είναι πλέον για μένα το έλεος, μόνο για να πάρετε εσείς οι ζωντανοί παράδειγμα, επέτρεψε ο Κριτής να σου εμφανιστώ σήμερα για να κηρύξεις σε όλους τα βάσανά μου για να φυλάγεστε και να μην πάθετε σαν εμένα. Πες στον αδελφό σου να διορθώσει την ζωή του. Άφησε κι εσύ τα στολίδια του σώματος. Πότέ σου να μην ομορφύνεις το πρόσωπο, επειδή πολλές γυναίκες για αυτήν την αιτία κολάστηκαν. Εάν δεν με ακούσεις, γρήγορα τα έρθεις και θα με συνοδεύσεις στον ζοφερό και άχαρο εκείνο τόπο. Αυτά σου τα είπα για να μην αυξηθεί ο πόνος μου, όταν δω κι εσάς στην κόλαση».
Αυτά μόλις άκουσε η νεαρή, την ρώτησε και άλλα διάφορα περί της κολάσεως, όμως η γυναίκα αποκρινόμενη σε αυτά της είπε:
« Αυτά μόνο μπόρεσα να σου πω και μην ρωτάς περισσότερα».
Τελειώνοντας, εξαφανίσθηκε σαν άνεμος και έμεινε τόση δυσωδία, που δεν μπορούσε να μπει κανείς στην κάμαρα εκείνη. Κατόπιν αυτού, η κόρη αναγκάστηκε να μεταφέρει το κρεβάτι της σε άλλο δωμάτιο, όπου και παρέμεινε κλεισμένη μέρες πολλές από το φόβο και τον τρόμο του οράματος. Έπειτα, προσκάλεσε τον Πνευματικό της, Σεραφείμ από τη Βολωνία, του είπε με λεπτομέρειες την παραπάνω όραση, την οποία φανέρωσε σε όλη την πόλη και την έγραψε σε ένα βιβλίο για να την διαβάζουν οι μεταγενέστεροι.